- φλόγεος
- -έα, -ον, ΜΑαυτός που καίει, που βγάζει φλόγες, φλογερός («φλόγεαι πυρὸς αὐγαί», Ευρ.)αρχ.αυτός που λάμπει σαν τη φωτιά2. ερυθρός3. μτφ. (για τον έρωτα) αυτός που προκαλεί πολύ έντονα συναισθήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + κατάλ. -εος (πρβλ. χρύσ-εος)].
Dictionary of Greek. 2013.